- βιολέ
- το [βιόλα (Ι)]χρώμα, ιώδες, μενεξές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βιολέ-λε-Ντικ, Εζέν Εμανουέλ — (Eugène Emmanuel Viollet le Duc, Παρίσι 1814 – Λοζάνη 1879).Γάλλος αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους του νεογοτθικού πνεύματος στην αρχιτεκτονική. Γιος φανατικού βιβλιόφιλου, αισθάνθηκε από τη νεανική του… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… … Dictionary of Greek
πριμιτιβισμός — Με τον όρο αυτό ορίζεται συνήθως η τάση της μελέτης, μίμησης, ανακάλυψης ή επανεκτίμησης της τέχνης των πρωτόγονων. Ο όρος πρωτόγονος έχει ωστόσο πολλές σημασίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: πρωτόγονοι ή αλλιώς πριμιτίφ, όπως … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
αγιοπούλι — Ωδικό πούλι της οικογένειας των ψαριδών. Το επιστημονικό του όνομα είναι πάστωρ ο ρόδινος. Λέγεται και ακριδοθήρας. Το α. έχει μήκος 21 έως 23 εκ., μικρό λοφίο στο κεφάλι και δυνατό ράμφος. Το χρώμα του είναι ρόδινο στο σώμα, ενώ στο κεφάλι, στον … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
υπεριώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η (για τις ακτίνες του ηλιακού φάσματος), αυτός που βρίσκεται πιο πέρα από το ιώδες (βιολέ) χρώμα: Υπεριώδεις ακτίνες (αόρατες ακτίνες του ηλιακού φάσματος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)